- καπελάδικο
- τοκατάστημα κατασκευής, επιδιόρθωσης ή πώλησης καπέλων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καπελάδικο — το κατάστημα όπου κατασκευάζονται, επιδιορθώνονται ή πουλιούνται καπέλα, πιλοποιείο: Είναι στο καπελάδικο και προβάρει καπέλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιλοποιείο — το, Ν εργοστάσιο ή εργαστήριο κατασκευής πίλων, καπελάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιλοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
πιλοπωλείο — το, Ν κατάστημα πώλησης πίλων, καπελάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίλος «καπέλο» + πωλείο (< πώλης < πωλώ). Η λ., στον λόγιο τ. πιλοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
πιλοποιείο — το εργοστάσιο ή εργαστήρι κατασκευής καπέλων, καπελάδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)